- φυγοπόλεμος
- -η, -ο / φυγοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Ααυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλόςνεοελλ.στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδεςαρχ.(για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο («φυγοπόλεμος τρόπος», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αόρ. β' ἔ-φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φιλο-πόλεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.