φυγοπόλεμος

φυγοπόλεμος
-η, -ο / φυγοπόλεμος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α
αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός
νεοελλ.
στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες
αρχ.
(για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο («φυγοπόλεμος τρόπος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αόρ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. φιλο-πόλεμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυγοπόλεμος — η, ο 1. ο στρατιώτης που αποφεύγει να υπηρετήσει στο πολεμικό μέτωπο: Φυγοπόλεμοι στρατιώτες των γραφείων. 2. ο ανυπότακτος (βλ. λ.) σε καιρό πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγοπτόλεμος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏԵՐԱԶՄԱՏԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0609 Chronological Sequence: Unknown date գ. φυγοπόλεμος, φυγόμαχος qui detrectat bellum vel pugnam, fugax. Ատեցօղ պատերազմի. որ խորշի կամ փախչի ʼի մարտէ. վատասիրտ. *Ո՞չ է տկար եւ պատերազմատեաց, յորժամ յաղթելն յաջողիցի, եւ նա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”